ἀναπτύξεις

ἀναπτύξεις
ἀνάπτυξις
opening
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀνάπτυξις
opening
fem nom/acc pl (attic)
ἀναπτύσσω
unfold
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναπτύσσω
unfold
fut ind act 2nd sg
ἀ̱ναπτύξεις , ἀναπτύσσω
unfold
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναπτύσσω
unfold
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναπτύσσω
unfold
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • παράπρισμα — ατος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματα α) πριονίσματα, πριονίδια β) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ ἐπῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πρῑσμα «πριονίδι»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • Ντομένικο Ντι Μπάρτολο — (Domenico Di Bartolo, Σιένα, περ. 1400 – 1447). Ιταλός ζωγράφος. Μέσα στο περιβάλλον της Σιένας του 15ου αι. (που χαρακτηρίζεται για τις πρωτότυπες αναπτύξεις της τοπικής γοτθικής παράδοσης, τις οποίες πραγματοποίησαν ο Σασέτα και ο Τζιοβάνι ντι… …   Dictionary of Greek

  • Σέβρες — (Sevres). Πόλη (30 000 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στο νομό Ω ντε Σεν, γνωστή για τις πορσελάνες της. Η μεγαλύτερη από τις βιομηχανίες πορσελάνης της Γαλλίας δημιουργήθηκε από δύο πρώην εργάτες της Σαντιγύ, τους αδελφούς Ντυμπουά, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”